- πράκνον
- Α(κατά τον Ησύχ.) «μέλανα».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάπραξ — ακος, ό, Α είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες τής Θράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ άλλους, η λ.… … Dictionary of Greek
πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ … Dictionary of Greek
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek
perk̂-2, prek̂- — perk̂ 2, prek̂ English meaning: spotted Deutsche Übersetzung: “gesprenkelt, bunt”, often zur Bezeichnung gesprenkelter, farbig getupfter Tiere Material: With n formant: O.Ind. pr̥sni “mottled, speckled, *tabby, varicolored”, Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary